- αποσυνθετικός
- η , ό[ν] !) разлагающий, вызывающий распад;2) разлагающий, дезорганизующий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποσυνθετικός — ή, ό εκείνος που προκαλεί αποσύνθεση ή συμβάλλει σ αυτήν … Dictionary of Greek
αποσυνθετικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στην αποσύνθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)